πεθυμώ — πεθύμησα, βλ. επιθυμώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθυμώ — ( άω) επιθυμώ πολύ κάτι που μου λείπει, λαχταρώ, νοσταλγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιθυμώ (πρβλ. και πεθυμώ, πιθυμώ, ποθυμώ) με παρετυμολογική επίδραση συνθέτων με το προρρηματικό από ή πιθ. του ρ. ποθώ] … Dictionary of Greek
πεθυμιά — και αποθυμιά, η επιθυμία, πόθος («την πεθυμιά πληθύνασι, την όρεξη μ αλλάξα», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία (βλ. λ. πεθυμώ)] … Dictionary of Greek
ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… … Dictionary of Greek
επιθυμώ — και πιθυμώ και πεθυμώ και αποθυμάω επιθύμησα και πεθύμησα και απεθύμησα και αποθύμησα, μτβ. 1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω ή να πράξω κάτι, το θέλει η καρδιά μου, το τραβάει η όρεξή μου: Επιθυμεί να παντρευτεί. – Πεθύμησα μαύρο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)